μονομερές

μονομερές
μονομερής
consisting of one part
masc/fem voc sg
μονομερής
consisting of one part
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πολυμερή — Προϊόντα που προκύπτουν από την ένωση δύο ή περισσότερων μορίων μονομοριακών ενώσεων. Συνήθως η ένωση δύο, τριών ή τεσσάρων μορίων δηλώνεται, αντίστοιχα, με τους όρους «διμερή», «τριμερή», «τετραμερή» κλπ., ενώ η ονομασία πολυμερή (ακόμα και… …   Dictionary of Greek

  • διαζύγιο — Η διάλυση του γάμου με δικαστική απόφαση. Το δ. έχει δημιουργήσει αρκετά θεωρητικά και κοινωνικά ζητήματα, καθώς πάνω σε αυτό συγκρούονται δύο βασικές κοινωνικές αρχές: η ατομική ελευθερία και η σταθερότητα του θεσμού του γάμου. Το καθεστώς που… …   Dictionary of Greek

  • εκλεκτικισμός — Θεωρία που απορρίπτει τη μονομέρεια των διαφόρων φιλοσοφιών, οι οποίες παρουσιάστηκαν διαδοχικά στην ιστορία. Ο ε. υποστηρίζει ότι θεμελιώνει μια προοπτική, η οποία κατορθώνει να ενοποιήσει τις διάφορες απόψεις αντλώντας ό,τι θετικό και λιγότερο… …   Dictionary of Greek

  • μονομερής — ές (ΑΜ μονομερής) 1. αυτός που αποτελείται από ένα μόνο μέρος ή τεμάχιο, μονομελής 2. μτφ. αυτός που εξετάζει κάτι μονόπλευρα, που παραβλέπει ορισμένες πλευρές ενός θέματος, μονόπλευρος, μεροληπτικός (α. «μονομερής ανάλυση» β. «μονομερεῑς… …   Dictionary of Greek

  • πλεξιγκλάς — Εμπορική ονομασία του προϊόντος πολυμερισμού του μεθυλακρυλικού μεθυλενίου (μεθυλικός εστέρας του β μεθυλακρυλικού οξέος). Οι πρώτες ύλες για την παραγωγή του π. είναι η ακετόνη και το κυανυδρικό οξύ, που αντιδρούν μεταξύ τους και παράγουν την… …   Dictionary of Greek

  • τετραφθοροαιθυλένιο — το, Ν χημ. άκυκλη ακόρεστη οργανική ένωση, τετραφθοροπαράγωγο τού αιθυλενίου, η οποία χρησιμοποιείται ως μονομερές για την παρασκευή πολυμερών, όπως είναι κυρίως το τεφλόν, καθώς και ως ψυκτικό μέσον σε μικρές κλιματιστικές διατάξεις. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • φωτοδιεγέρτης — ο, Ν χημ. κάθε ουσία που προστίθεται σε ένα μονομερές για να προκαλέσει τον φωτοπολυμερισμό του. [ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. photoamorceur] …   Dictionary of Greek

  • Γέγκερ, Βέρνερ — (Werner Jaeger, Λόμπεριχ, Ρηνανία 1888 – Χάρβαρντ, ΗΠΑ 1961). Γερμανός φιλόλογος και καθηγητής πανεπιστημίου. Διετέλεσε καθηγητής της κλασικής φιλολογίας στα πανεπιστήμια της Βασιλείας (1915 16), του Κίελου (1916 21), του Βερολίνου (1921 36) και… …   Dictionary of Greek

  • σάκχαρα ή υδατάνθρακες — Οργανικές ενώσεις, πολυυδροξυλιωμένα παράγωγα, τα οποία περιέχουν στο μόριό τους αλδεϋδικές ή κετονικές ομάδες, ή άλλες ουσίες πιο πολύπλοκες, από τις οποίες προκύπτουν οι ενώσεις αυτές μετά την υδρόλυση. Το όνομα σ. δόθηκε πριν ένα αιώνα σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”